- λιγόφαγος
- -η, -ο και ολιγόφαγος, -η, -ο (Α ὀλιγοφάγος, -ον)αυτός που τρώγει λίγο, ολιγόσιτος.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
λιγόφαγος — η, ο αυτός που τρώει λίγο, που δεν έχει όρεξη … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
άφαγος — η, ο (Μ ἄφαγος, ον) αυτός που δεν έχει φάει, ο νηστικός νεοελλ. λιγόφαγος, εκλεκτικός στα φαγητά. [ΕΤΥΜΟΛ. < α στερ. + φαγος < φαγ , έφαγον (αόρ. β του εσθίω)] … Dictionary of Greek
λιγο- — και ολιγ(ο) (AM ολιγ[ο] , Μ και λίγ[ο] ) τύπος «σύνθετου υποκοριστικού» (πρβλ. μικρο , χαμο , υπο κ.ά.) που ανάγεται στο επίθ. ολίγος*. Δηλώνει σμίκρυνση ή υποκορισμό τής σημασίας τού β συνθετικού. Τα σύνθετα τού τύπου ολιγ(ο) αποτελούν το… … Dictionary of Greek
ολιγοφάγος — ο (Α ὀλιγοφάγος, ον) βλ. λιγόφαγος … Dictionary of Greek
ολιγόσιτος — η, ο (Α ὀλιγόσιτος, ον) αυτός που αρκείται σε λίγο φαγητό, λιγόφαγος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὀλιγ(ο) (βλ. λ. λιγο ) + σίτος (< σῖτος), πρβλ. ομό σιτος] … Dictionary of Greek
ανάφαγος — η, ο αυτός που δεν τρώει πολύ, λιγόφαγος: Το παιδί, ανάφαγο καθώς ήταν, είχε πολύ αδυνατίσει … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ολιγόφαγος — ολιγόφαγος, η, ο και λιγόφαγος, η, ο αυτός που τρώει λίγο, λιτοδίαιτος, εγκρατής … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)